ἀκαταιτίατος

ἀκαταιτίατος
ἀκαταιτίατος
not to be accused
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαταιτίατος — ἀκαταιτίατος, ον (Α) [καταιτιῶμαι] εκείνος που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο εντελώς αθώος …   Dictionary of Greek

  • ἀκαταιτίατον — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem acc sg ἀκαταιτίατος not to be accused neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταιτιάτοις — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταιτιάτους — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταιτιάτων — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταιτιάτῳ — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταιτίατα — ἀκαταιτίατος not to be accused neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταιτίατοι — ἀκαταιτίατος not to be accused masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταίτιος — ἀκαταίτιος, ον (Μ) ο ακαταιτίατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”